- οιστικός
- οἰστικός, -ή, -όν (Α) [οιστός]1. αυτος που παράγει κάτι, παραγωγικός («οἰστικὸς καρπών», Φίλ.)2. αυτός που είναι ικανός να υποφέρει, να υπομένει κάτι, ανεκτικός («πόνων οἰστικὴν ἐργασίαν», Κορνούτ.).επίρρ...οἰστικῶς (Α)1. με οιστικό τρόπο2. φρ. «οἰστικῶς ἔχω» — είμαι παραγωγικός, παράγω.
Dictionary of Greek. 2013.